- ανασταύρωσις
- ἀνασταύρωσις, η (Α)ανασκολόπιση, σταύρωση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀνασταυρώσει — ἀνασταύρωσις crucifixion fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἀνασταυρώσεϊ , ἀνασταύρωσις crucifixion fem dat sg (epic) ἀνασταύρωσις crucifixion fem dat sg (attic ionic) ἀνασταυρόω affix to a cross aor subj act 3rd sg (epic) ἀνασταυρόω affix to a… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνασταυρώσεως — ἀνασταυρώσεω̆ς , ἀνασταύρωσις crucifixion fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)